θεοπάλαβος

θεοπάλαβος
η , ο безумный, сумасшедший

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "θεοπάλαβος" в других словарях:

  • θεοπάλαβος — η, ο τελείως παλαβός, ο θεότρελος …   Dictionary of Greek

  • θεοπάλαβος — η, ο πολύ τρελός: Θεοπάλαβο παιδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • ζουρλοπαντιέρα — η πολύ τρελός, θεοπάλαβος: Αυτήν τη ζουρλοπαντιέρα θα παντρευτείς; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεότρελος — η, ο θεοπάλαβος: Έχει θεότρελες ιδέες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»